επιχαλικώνω

επιχαλικώνω
και επιχαλικώ
επιστρώνω με χαλίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. επιχαλικόω, -ώ μαρτυρείται από το 1890 στον Σπ. Παγανέλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιχαλικώνω — επιχαλίκωσα, επιχαλικώθηκα, επιχαλικωμένος, μτβ., στρώνω με χαλίκια (δρόμους ή πλατείες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”